πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοφωτοβολταϊκός η θερμοφωτοβολταϊκή το θερμοφωτοβολταϊκό
      γενική του θερμοφωτοβολταϊκού της θερμοφωτοβολταϊκής του θερμοφωτοβολταϊκού
    αιτιατική τον θερμοφωτοβολταϊκό τη θερμοφωτοβολταϊκή το θερμοφωτοβολταϊκό
     κλητική θερμοφωτοβολταϊκέ θερμοφωτοβολταϊκή θερμοφωτοβολταϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοφωτοβολταϊκοί οι θερμοφωτοβολταϊκές τα θερμοφωτοβολταϊκά
      γενική των θερμοφωτοβολταϊκών των θερμοφωτοβολταϊκών των θερμοφωτοβολταϊκών
    αιτιατική τους θερμοφωτοβολταϊκούς τις θερμοφωτοβολταϊκές τα θερμοφωτοβολταϊκά
     κλητική θερμοφωτοβολταϊκοί θερμοφωτοβολταϊκές θερμοφωτοβολταϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeɾ.mo.fo.to.vol.taiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερμοφωτοβολταϊκός

θερμοφωτοβολταϊκός, -η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία