Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμομόρφωση οι θερμομορφώσεις
      γενική της θερμομόρφωσης* των θερμομορφώσεων
    αιτιατική τη θερμομόρφωση τις θερμομορφώσεις
     κλητική θερμομόρφωση θερμομορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμομόρφωση < θερμο- + μόρφωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermoforming

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμομόρφωση θηλυκό

  1. τεχνική και διαδικασία μετατροπής, με τη συνδρομή της θερμότητας, ενός φύλλου πλαστικού σε διάφορα σχήματα που θέλουμε να του δώσουμε
  2. (βοτανική) η διαμόρφωση κάποιων χαρακτηριστικών των φυτών εξαιτίας της (υψηλής ή χαμηλής) θερμοκρασίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία