θερμοδιαχυτότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοδιαχυτότητα < θερμο- + διαχυτότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermodiffusivity
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοδιαχυτότητα θηλυκό
- (φυσική) η θερµοαγωγιµότητα μίας ουσίας, διαιρεμένη από το γινόμενο της πυκνότητάς της και της θερμοχωρητικότητάς της
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοδιαχυτότητα