Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμογραφία οι θερμογραφίες
      γενική της θερμογραφίας των θερμογραφιών
    αιτιατική τη θερμογραφία τις θερμογραφίες
     κλητική θερμογραφία θερμογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermographie < thermographe < thermo- (αρχαία ελληνική θερμός) + -graphie (< γράφω). Αναλύεται σε θερμο- + -γραφία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμογραφία θηλυκό

  1. μέτρηση και αποτύπωση / απεικόνιση του θερμικού πεδίου ενός σώματος
  2. (ιατρική) διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στη μέτρηση και αποτύπωση / απεικόνιση του θερμικού πεδίου ενός σώματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία