θερμοαιμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοαιμία < θερμόαιμ(ος) + -ία. Αναλύεται σε θερμο- + αίμ(α) + -ία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.eˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐αι‐μί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοαιμία θηλυκό
- το να είναι κάποιος θερμόαιμος, η ιδιότητα του θερμόαιμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοαιμία
|