↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμιονικός η θερμιονική το θερμιονικό
      γενική του θερμιονικού της θερμιονικής του θερμιονικού
    αιτιατική τον θερμιονικό τη θερμιονική το θερμιονικό
     κλητική θερμιονικέ θερμιονική θερμιονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμιονικοί οι θερμιονικές τα θερμιονικά
      γενική των θερμιονικών των θερμιονικών των θερμιονικών
    αιτιατική τους θερμιονικούς τις θερμιονικές τα θερμιονικά
     κλητική θερμιονικοί θερμιονικές θερμιονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμιονικός < θερμός + ιονικός (< ιόν)

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμιονικός

  • (φυσική): ο αναφερόμενος στο φαινόμενο της εκπομπής σωματιδίων από διάπυρο υλικό.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία