Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοσύνη οι θεοσύνες
      γενική της θεοσύνης των θεοσυνών
    αιτιατική τη θεοσύνη τις θεοσύνες
     κλητική θεοσύνη θεοσύνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοσύνη < θε(ός) + -οσύνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (θρησκεία) η θεία φύση
  2. η θέωση
  3. (ορθοδοξία) η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η θεία Χάρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία