Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοσόφως < θεόσοφος + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

θεοσόφως

  Μεταφράσεις επεξεργασία