Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοβλάβεια < θεοβλαβέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοβλάβεια θηλυκό

  • η τύφλωση του νου από θεό ή θεούς