Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαυματός < θαυμαστός < θαυμάζω

  Επίθετο επεξεργασία

θαυματός, -ή, -όν[ & θαυμαστός)