Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλπιάω < θάλπω

  Ρήμα επεξεργασία

θαλπιάω-θαλπιῶ

  • είμαι ή γίνομαι πολύ ζεστός, καυτός