θαλασσομαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαλασσομαχώ < θαλασσομάχος < θάλασσα + μάχομαι.
Ρήμα επεξεργασία
θαλασσομαχώ
- Πολεμώ στη θάλασσα, ναυμαχώ.
- Οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους γιατί προτίμησαν να θαλλασομαχήσουν με τους Πέρσες αντί να τους αντιμετωπίσουν στην ξηρά.
- Μάχομαι ενάντια στη μανία της θάλασσας, θαλασσοδέρνομαι.
- Και τώρα είμαι ναυαγός και θαλασσομαχώ για τη ζωή μου.
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- (1) ναυμαχώ
- (2) θαλασσοδέρνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλασσομαχώ
|