Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλασσομαχητό τα θαλασσομαχητά
      γενική του θαλασσομαχητού των θαλασσομαχητών
    αιτιατική το θαλασσομαχητό τα θαλασσομαχητά
     κλητική θαλασσομαχητό θαλασσομαχητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλασσομαχητό < θαλασσομαχώ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλασσομαχητό ουδέτερο

  • Η μάχη με τη θάλασσα. Ο αγώνας για επιβίωση ενάντια στη μανία των κυμάτων της.
Ο ναυαγός κατάφερε να βγει ζωντανός στη στεριά ύστερα από αγωνιώδες θαλασσομαχητό.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία