θαλασσοκοπέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
θαλασσοκοπέω
- (κυριολεκτικά χτυπάω τη θάλασσα με το κουπί) κάνω κάτι άσκοπο, μιλάω στον αέρα, στο βρόντο, ματαιοπονώ, φλυαρώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- θαλασσοκοπέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαλασσοκοπέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.