Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θήλιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θήλιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θηλιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θηλιάζω