• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θέσπιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θέσπιση οι θεσπίσεις
      γενική της θέσπισης* των θεσπίσεων
    αιτιατική τη θέσπιση τις θεσπίσεις
     κλητική θέσπιση θεσπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεσπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θέσπιση < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέσπιση θηλυκό

  • η ενέργεια του θεσπίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θέσπιση
  • αγγλικά : institution (en)
  • γαλλικά : institution (fr) (action d'instituer), établissement (fr) (action d'établir)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θέσπιση&oldid=6941923"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2024, στις 03:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2024, στις 03:09.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας