θέμελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέμελο | τα | θέμελα |
γενική | του | θέμελου | των | θέμελων |
αιτιατική | το | θέμελο | τα | θέμελα |
κλητική | θέμελο | θέμελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θέμελο < θεμέλιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
θέμελο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του θεμέλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
θέμελο
|