• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θέμελο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θέμελο τα θέμελα
      γενική του θέμελου των θέμελων
    αιτιατική το θέμελο τα θέμελα
     κλητική θέμελο θέμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέμελο < θεμέλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θέμελο ουδέτερο

  • (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του θεμέλιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    θέμελο
  • → δείτε τη λέξη θεμέλιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θέμελο&oldid=5718529"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Αυγούστου 2023, στις 15:06

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Αυγούστου 2023, στις 15:06.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας