Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάττον ή βράδιον < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

θάττον ή βράδιον

  • γρήγορα ή αργά (για κάτι που θα συμβεί αναπόφευκτα στο μέλλον, ακόμα και αν αυτό αργήσει να γίνει)

  Μεταφράσεις επεξεργασία