Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θάρρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θάρρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θαρρεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θαρρεύω