ηφαιστειακή λίμνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηφαιστειακή λίμνη < → δείτε τις λέξεις ηφαιστειακή και λίμνη
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ηφαιστειακή λίμνη θηλυκό
- (γεωλογία, γεωγραφία) λίμνη που σχηματίσθηκε σε κρατήρα σβησμένου ηφαιστείου.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηφαιστειακή λίμνη
|