ηπατοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηπατοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο:[1] γαλλική hépatopathie ή ηπατο- + -πάθεια [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηπατοπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηπατοπάθεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «ήπαρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ηπατοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας