Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηπατισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ηπατισμ
ός
οι
ηπατισμ
οί
γενική
του
ηπατισμ
ού
των
ηπατισμ
ών
αιτιατική
τον
ηπατισμ
ό
τους
ηπατισμ
ούς
κλητική
ηπατισμ
έ
ηπατισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηπατισμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηπατισμός
αρσενικό
(
ιατρική
) αδυναμία του
συκωτιού
να εκπληρώσει το ρόλο του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηπατισμός