ημιτελικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιτελικά < ημιτελικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημιτελικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ημιτελική φάση ενός πρωταθλήματος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαημιτελικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ημιτελικό