Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιέκταση οι ημιεκτάσεις
      γενική της ημιέκτασης* των ημιεκτάσεων
    αιτιατική την ημιέκταση τις ημιεκτάσεις
     κλητική ημιέκταση ημιεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιέκταση < ημι- + έκταση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημιέκταση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία