ημιέκταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ημιέκταση | οι | ημιεκτάσεις |
γενική | της | ημιέκτασης* | των | ημιεκτάσεων |
αιτιατική | την | ημιέκταση | τις | ημιεκτάσεις |
κλητική | ημιέκταση | ημιεκτάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιεκτάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαημιέκταση θηλυκό
- στη γυμναστική, το τέντωμα ενός χεριού προς τα πλάγια, οριζόντια, ενώ το άλλο παραμένει τεντωμένο κατακόρυφα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ημιέκταση
|