Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημεροσκόπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ημεροσκόπ
ος
οι
ημεροσκόπ
οι
γενική
του
/
της
ημεροσκόπ
ου
των
ημεροσκόπ
ων
αιτιατική
τον
/
την
ημεροσκόπ
ο
τους
/
τις
ημεροσκόπ
ους
κλητική
ημεροσκόπ
ε
ημεροσκόπ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημεροσκόπος
< ημέρα + σκοπός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ημεροσκόπος
αρσενικό ή θηλυκό
αυτός που
φρουρεί
σε
σκοπιά
κατά τη διάρκεια της μέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημεροσκόπος