Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ημεροσκόπος οι ημεροσκόποι
      γενική του/της ημεροσκόπου των ημεροσκόπων
    αιτιατική τον/την ημεροσκόπο τους/τις ημεροσκόπους
     κλητική ημεροσκόπε ημεροσκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημεροσκόπος < ημέρα + σκοπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημεροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία