Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημεραργία οι ημεραργίες
      γενική της ημεραργίας των ημεραργιών
    αιτιατική την ημεραργία τις ημεραργίες
     κλητική ημεραργία ημεραργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημεραργία < ημέρα + αργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημεραργία θηλυκό

  1. η ημέρα αργίας κατά την οποία ο εργαζόμενος παίρνει αυξημένο ημερομίσθιο
  2. η υποχρεωτική αργία σε ημέρα εργασίας (λόγω εορτής κ.τ.λ.)

  Μεταφράσεις επεξεργασία