ημεραργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημεραργία θηλυκό
- η ημέρα αργίας κατά την οποία ο εργαζόμενος παίρνει αυξημένο ημερομίσθιο
- η υποχρεωτική αργία σε ημέρα εργασίας (λόγω εορτής κ.τ.λ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημεραργία
|