ηλεκτροφόρηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηλεκτροφόρηση < ηλεκτροφόρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ηλεκτροφόρηση θηλυκό
- (χημεία), (βιοχημεία): μέθοδος διαχωρισμού σωματιδίων που φέρουν διαφορετικά ηλεκτρικά φορτία, η οποία πραγματοποιείται σε ειδική συσκευή με κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα.
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- πρόκειται για βασική μέθοδο διαχωρισμού αμινοξέων, πεπτιδίων, πρωτεϊνών κ.ά.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ηλεκτροφόρηση