Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτρομηχανολογικός η ηλεκτρομηχανολογική το ηλεκτρομηχανολογικό
      γενική του ηλεκτρομηχανολογικού της ηλεκτρομηχανολογικής του ηλεκτρομηχανολογικού
    αιτιατική τον ηλεκτρομηχανολογικό την ηλεκτρομηχανολογική το ηλεκτρομηχανολογικό
     κλητική ηλεκτρομηχανολογικέ ηλεκτρομηχανολογική ηλεκτρομηχανολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτρομηχανολογικοί οι ηλεκτρομηχανολογικές τα ηλεκτρομηχανολογικά
      γενική των ηλεκτρομηχανολογικών των ηλεκτρομηχανολογικών των ηλεκτρομηχανολογικών
    αιτιατική τους ηλεκτρομηχανολογικούς τις ηλεκτρομηχανολογικές τα ηλεκτρομηχανολογικά
     κλητική ηλεκτρομηχανολογικοί ηλεκτρομηχανολογικές ηλεκτρομηχανολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρομηχανολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ηλεκτρομηχανολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία