ηλεκτρομαγνητική επαγωγή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτρομαγνητική επαγωγή οι ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές
      γενική της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής των ηλεκτρομαγνητικών επαγωγών
    αιτιατική την ηλεκτρομαγνητική επαγωγή τις ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές
     κλητική ηλεκτρομαγνητική επαγωγή ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρομαγνητική επαγωγή < → δείτε τη λέξη  ηλεκτρομαγνητικός (από την αγγλική electromagnetic) και επαγωγή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική induction

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ηλεκτρομαγνητική επαγωγή θηλυκό (συνήθως στον ενικό)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία