ηλεκτρομαγνητική επαγωγή

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτρομαγνητική επαγωγή οι ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές
      γενική της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής των ηλεκτρομαγνητικών επαγωγών
    αιτιατική την ηλεκτρομαγνητική επαγωγή τις ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές
     κλητική ηλεκτρομαγνητική επαγωγή ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλεκτρομαγνητική επαγωγή < → δείτε τη λέξη  ηλεκτρομαγνητικός (από την αγγλική electromagnetic) και επαγωγή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική induction

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ηλεκτρομαγνητική επαγωγή θηλυκό (συνήθως στον ενικό)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία