Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτροκάμινος < ηλεκτρική + κάμινος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτροκάμινος θηλυκό και «Η/Κ»

  • καμίνι στο οποίο η ενέργεια προσδίδεται με ηλεκτρισμό (συνήθως κάμινος επεξεργασίας μετάλλων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία