ηθογραφήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ηθογραφήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ηθογραφώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηθογραφώ
- θα ηθογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηθογραφώ