ηθμοσωλήνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηθμοσωλήνας αρσενικό
- (βοτανική) (συνηθώς στον πληθυντικό: ηθμοσωλήνες) πόροι μέσω των οποίων μεταφέρονται θρεπτικές ουσίες από τα τμήματα του φυτού που φωτοσυνθέτουν προς τα υπόλοιπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηθμοσωλήνας