Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηθμοσωλήνας οι ηθμοσωλήνες
      γενική του ηθμοσωλήνα των ηθμοσωλήνων
    αιτιατική τον ηθμοσωλήνα τους ηθμοσωλήνες
     κλητική ηθμοσωλήνα ηθμοσωλήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθμοσωλήνας < ηθμός + -ο- + σωλήνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηθμοσωλήνας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία