Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθικοποιημένος η ηθικοποιημένη το ηθικοποιημένο
      γενική του ηθικοποιημένου της ηθικοποιημένης του ηθικοποιημένου
    αιτιατική τον ηθικοποιημένο την ηθικοποιημένη το ηθικοποιημένο
     κλητική ηθικοποιημένε ηθικοποιημένη ηθικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθικοποιημένοι οι ηθικοποιημένες τα ηθικοποιημένα
      γενική των ηθικοποιημένων των ηθικοποιημένων των ηθικοποιημένων
    αιτιατική τους ηθικοποιημένους τις ηθικοποιημένες τα ηθικοποιημένα
     κλητική ηθικοποιημένοι ηθικοποιημένες ηθικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηθικοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

ηθικοποιημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία