ηθικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηθικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ηθικοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
ηθικοποιημένος, -η, -ο
- που έχει ηθικοποιηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηθικοποιημένος
|
ηθικοποιημένος, -η, -ο
|