ζωοθεραπευτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωοθεραπευτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zootherapy < αρχαία ελληνική ζῷον + θεραπεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωοθεραπευτική θηλυκό
- (ψυχολογία) η χρήση ειδικά εκπαιδευμένου ζώου στην αντιμετώπιση ψυχοπαθολογικών δυσλειτουργιών σε παιδιά ή εφήβους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζωοθεραπευτική