Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοθεραπευτική οι ζωοθεραπευτικές
      γενική της ζωοθεραπευτικής των ζωοθεραπευτικών
    αιτιατική τη ζωοθεραπευτική τις ζωοθεραπευτικές
     κλητική ζωοθεραπευτική ζωοθεραπευτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοθεραπευτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zootherapy < αρχαία ελληνική ζῷον + θεραπεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωοθεραπευτική θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία