ζωμάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωμάρι | τα | ζωμάρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζωμάρι | τα | ζωμάρια |
κλητική | ζωμάρι | ζωμάρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωμάρι < ελληνιστική κοινή ζωμάριον < αρχαία ελληνική ζωμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωμάρι ουδέτερο
- (σπάνιο) (ιδιωματικό) είδος ζωμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωμάρι
|