Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζωηρεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζωηρεμέν
ος
η
ζωηρεμέν
η
το
ζωηρεμέν
ο
γενική
του
ζωηρεμέν
ου
της
ζωηρεμέν
ης
του
ζωηρεμέν
ου
αιτιατική
τον
ζωηρεμέν
ο
τη
ζωηρεμέν
η
το
ζωηρεμέν
ο
κλητική
ζωηρεμέν
ε
ζωηρεμέν
η
ζωηρεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζωηρεμέν
οι
οι
ζωηρεμέν
ες
τα
ζωηρεμέν
α
γενική
των
ζωηρεμέν
ων
των
ζωηρεμέν
ων
των
ζωηρεμέν
ων
αιτιατική
τους
ζωηρεμέν
ους
τις
ζωηρεμέν
ες
τα
ζωηρεμέν
α
κλητική
ζωηρεμέν
οι
ζωηρεμέν
ες
ζωηρεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ζωηρεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ζωηρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζωηρεμένος