Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωεμπορικός η ζωεμπορική το ζωεμπορικό
      γενική του ζωεμπορικού της ζωεμπορικής του ζωεμπορικού
    αιτιατική τον ζωεμπορικό τη ζωεμπορική το ζωεμπορικό
     κλητική ζωεμπορικέ ζωεμπορική ζωεμπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωεμπορικοί οι ζωεμπορικές τα ζωεμπορικά
      γενική των ζωεμπορικών των ζωεμπορικών των ζωεμπορικών
    αιτιατική τους ζωεμπορικούς τις ζωεμπορικές τα ζωεμπορικά
     κλητική ζωεμπορικοί ζωεμπορικές ζωεμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωεμπορικός < ζωέμπορος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ζωεμπορικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία