Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζωεμπορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζωεμπορικ
ός
η
ζωεμπορικ
ή
το
ζωεμπορικ
ό
γενική
του
ζωεμπορικ
ού
της
ζωεμπορικ
ής
του
ζωεμπορικ
ού
αιτιατική
τον
ζωεμπορικ
ό
τη
ζωεμπορικ
ή
το
ζωεμπορικ
ό
κλητική
ζωεμπορικ
έ
ζωεμπορικ
ή
ζωεμπορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζωεμπορικ
οί
οι
ζωεμπορικ
ές
τα
ζωεμπορικ
ά
γενική
των
ζωεμπορικ
ών
των
ζωεμπορικ
ών
των
ζωεμπορικ
ών
αιτιατική
τους
ζωεμπορικ
ούς
τις
ζωεμπορικ
ές
τα
ζωεμπορικ
ά
κλητική
ζωεμπορικ
οί
ζωεμπορικ
ές
ζωεμπορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζωεμπορικός
<
ζωέμπορος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ζωεμπορικός, -ή, -ό
σχετικός με το
ζωεμπόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζωεμπορικός