↓ πτώσεις |
ενικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ο |
ζυμωσιογόνος |
η |
ζυμωσιογόνος & ζυμωσιογόνα |
το |
ζυμωσιογόνο |
γενική |
του |
ζυμωσιογόνου |
της |
ζυμωσιογόνου & ζυμωσιογόνας |
του |
ζυμωσιογόνου |
αιτιατική |
τον |
ζυμωσιογόνο |
τη |
ζυμωσιογόνο & ζυμωσιογόνα |
το |
ζυμωσιογόνο |
κλητική |
|
ζυμωσιογόνε |
|
ζυμωσιογόνε & ζυμωσιογόνα |
|
ζυμωσιογόνο |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
οι |
ζυμωσιογόνοι |
οι |
ζυμωσιογόνοι & ζυμωσιογόνες |
τα |
ζυμωσιογόνα |
γενική |
των |
ζυμωσιογόνων |
των |
ζυμωσιογόνων |
των |
ζυμωσιογόνων |
αιτιατική |
τους |
ζυμωσιογόνους |
τις |
ζυμωσιογόνους & ζυμωσιογόνες |
τα |
ζυμωσιογόνα |
κλητική |
|
ζυμωσιογόνοι |
|
ζυμωσιογόνοι & ζυμωσιογόνες |
|
ζυμωσιογόνα |
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |