Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυμωσιογόνος η ζυμωσιογόνος
ζυμωσιογόνα
το ζυμωσιογόνο
      γενική του ζυμωσιογόνου της ζυμωσιογόνου
ζυμωσιογόνας
του ζυμωσιογόνου
    αιτιατική τον ζυμωσιογόνο τη ζυμωσιογόνο
ζυμωσιογόνα
το ζυμωσιογόνο
     κλητική ζυμωσιογόνε ζυμωσιογόνε
ζυμωσιογόνα
ζυμωσιογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυμωσιογόνοι οι ζυμωσιογόνοι
ζυμωσιογόνες
τα ζυμωσιογόνα
      γενική των ζυμωσιογόνων των ζυμωσιογόνων των ζυμωσιογόνων
    αιτιατική τους ζυμωσιογόνους τις ζυμωσιογόνους
ζυμωσιογόνες
τα ζυμωσιογόνα
     κλητική ζυμωσιογόνοι ζυμωσιογόνοι
ζυμωσιογόνες
ζυμωσιογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυμωσιογόνος < ζυμωσ(η) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο επεξεργασία

ζυμωσιογόνος, -ος/-α, -ο

  • που έχει την ικανότητα να προκαλεί ζύμωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία