ζιμμής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζιμμής | οι | ζιμμήδες |
γενική | του | ζιμμή | των | ζιμμήδων |
αιτιατική | τον | ζιμμή | τους | ζιμμήδες |
κλητική | ζιμμή | ζιμμήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζιμμής αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) κάθε μη μουσουλμάνος που ζει ως προστατευόμενο άτομο σε μουσουλμανικό κράτος και υπακούει στους νόμους του
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ζιμμήδες στη Βικιπαίδεια