Δείτε επίσης: ζημιάρικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλιάρικος η ζηλιάρικη το ζηλιάρικο
      γενική του ζηλιάρικου της ζηλιάρικης του ζηλιάρικου
    αιτιατική τον ζηλιάρικο τη ζηλιάρικη το ζηλιάρικο
     κλητική ζηλιάρικε ζηλιάρικη ζηλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλιάρικοι οι ζηλιάρικες τα ζηλιάρικα
      γενική των ζηλιάρικων των ζηλιάρικων των ζηλιάρικων
    αιτιατική τους ζηλιάρικους τις ζηλιάρικες τα ζηλιάρικα
     κλητική ζηλιάρικοι ζηλιάρικες ζηλιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζηλιάρικος < ζηλιάρης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

ζηλιάρικος

  • ζηλιάρικοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ζηλιάρικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία