Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζαλωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζαλώνομαι
  2. θα ζαλωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζαλώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζαλώνομαι