εὐνούστερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐνούστερος
- συγκριτικός βαθμός του εὔνους
- ※ ὦ Δῆμ', ἵν' εἰδῇς ὁπότερος νῷν ἐστί σοι / εὐνούστερος, διάκρινον, ἵνα τοῦτον φιλῇς. (Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 748)
εὐνούστερος