Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εὐεργετοῦμεν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εὐεργετοῦμεν
α' πρόσωπο πληθυντικού
οριστικής
ενεστώτα
του ρήματος
εὐεργετῶ
συνηρημένη μορφή
του
εὐεργετέομεν