εύτονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύτονος | η | εύτονη | το | εύτονο |
γενική | του | εύτονου | της | εύτονης | του | εύτονου |
αιτιατική | τον | εύτονο | την | εύτονη | το | εύτονο |
κλητική | εύτονε | εύτονη | εύτονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύτονοι | οι | εύτονες | τα | εύτονα |
γενική | των | εύτονων | των | εύτονων | των | εύτονων |
αιτιατική | τους | εύτονους | τις | εύτονες | τα | εύτονα |
κλητική | εύτονοι | εύτονες | εύτονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύτονος < αρχαία ελληνική εὔτονος < εὖ + τείνω
Επίθετο επεξεργασία
εύτονος
- (αρχαιοπρεπές) ισχυρός, ζωηρός
- ※ Φράσις εὐπρεπὴς καὶ εὔτονος, στίχος ἄμεμπτος καἰ ρυθμικός ... (Ο Εφημέριος, Δεκαπενθήμερον περιοδικόν του ορθοδόξου ενοριακού κλήρου, 15 Απριλίου 1968, τεύχος 8)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εύτονος
|