Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύρηκα < αρχαία ελληνική εὕρηκα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.vɾi.ka/

  Επιφώνημα επεξεργασία

εύρηκα

  • Βρίσκω ένα πράγμα/μια θεωρία μετά από πολύ κόπο/προσπάθεια που έχω κάνει.

  Μεταφράσεις επεξεργασία