Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύμορφα < εύμορφ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

εύμορφα

  • με εύμορφο τρόπο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εύμορφα