εύμορφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εύμορφα < εύμορφ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
εύμορφα
- με εύμορφο τρόπο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
εύμορφα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εύμορφο