εχτρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εχτρός | οι | εχτροί |
γενική | του | εχτρού | των | εχτρών |
αιτιατική | τον | εχτρό | τους | εχτρούς |
κλητική | εχτρέ | εχτροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εχτρός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεχτρός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο εχθρός