↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφελκιδώδης η εφελκιδώδης το εφελκιδώδες
      γενική του εφελκιδώδους της εφελκιδώδους του εφελκιδώδους
    αιτιατική τον εφελκιδώδη την εφελκιδώδη το εφελκιδώδες
     κλητική εφελκιδώδη(ς) εφελκιδώδης εφελκιδώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφελκιδώδεις οι εφελκιδώδεις τα εφελκιδώδη
      γενική των εφελκιδωδών των εφελκιδωδών των εφελκιδωδών
    αιτιατική τους εφελκιδώδεις τις εφελκιδώδεις τα εφελκιδώδη
     κλητική εφελκιδώδεις εφελκιδώδεις εφελκιδώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφελκιδώδης < (καθαρεύουσα) (ἐφελκίς) ἐφελκιδ- + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fel.ciˈðo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φελ‐κι‐δώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

εφελκιδώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία