εφελκίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφελκίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκίς από την αιτιατική «τήν ἐφελκίδα»[1] < ἐπί (εφ-) + ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *selk-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.felˈci.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φελ‐κί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφελκίδα θηλυκό
- (ιατρική) αποξηραμένο αίμα, ορός, πύον ή άλλο προϊόν εξίδρωσης που σχηματίζει κρούστα, συνήθως πάνω από προηγούμενη δερματική βλάβη
Συνώνυμα επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
διαφορετικού ετύμου:
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εφελκίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας