Δείτε επίσης: ἐφελκίς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφελκίδα οι εφελκίδες
      γενική της εφελκίδας των εφελκίδων
    αιτιατική την εφελκίδα τις εφελκίδες
     κλητική εφελκίδα εφελκίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφελκίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκίς από την αιτιατική «τήν ἐφελκίδα»[1] < ἐπί (εφ-) + ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *selk-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.felˈci.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φελ‐κί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφελκίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

διαφορετικού ετύμου:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία