ευψυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευψυχία | οι | ευψυχίες |
γενική | της | ευψυχίας | των | ευψυχιών |
αιτιατική | την | ευψυχία | τις | ευψυχίες |
κλητική | ευψυχία | ευψυχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευψυχία < αρχαία ελληνική εὐψυχία < εὔψυχος < εὖ + ψυχή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.psiˈçi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευψυχία θηλυκό